ξεγελαστής

ξεγελαστής
ο
θηλ. -άστρα αυτός που ξεγελά, παραπλανά, εξαπατά, ο απατεώνας: Αποδείχτηκε πως ήταν ξεγελαστής του κόσμου κι απατεώνας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξεγελαστής — ο, θηλ. ξεγελάστρα [ξεγελώ] αυτός που ξεγελά, που παραπλανεί …   Dictionary of Greek

  • εξαπατητήρ — ἐξαπατητήρ και ἐξαπατητής, ο (AM) αυτός που εξαπατά, απατεώνας, ξεγελαστής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”